συνιστώ

συνιστώ
συνιστῶ, -άω, ΝΜΑ, και συστήνω Ν, και συνίστημι ΜΑ, και συνιστάνω Α [ἵστημι / ἱστῶ]
1. ιδρύω, καταρτίζω, συγκροτώ, οργανώνω (α. «συνιστώ επιτροπή» β. «η επιτροπή συνεστήθη με προεδρικό διάταγμα» γ. «συνίστατο τοὺς πρώτους ἀγώνας», Πλούτ.)
2. παρουσιάζω κάποιον σε άλλον ή σε άλλους (α. «έλα να σού συστήσω έναν καλό φίλο» β. «συστήθηκα μόνος μου» γ. «εἰπὼν ὅτι βούλομαι αὐτὸν ἰατρῷ συστῆσαι περὶ τῆς ἀσθενείας», Πλάτ.
δ. «ἵνα τῷ τῶν σοφιστῶν συστήσω τοῡτον»)
3. (το μέσ. και παθ.) συνίσταμαι
αποτελούμαι, απαρτίζομαι
νεοελλ.
1. εφιστώ την προσοχή σε κάτι, συμβουλεύω («σού συνιστώ να μη βιαστείς να αποφασίσεις»)
2. υποδεικνύω ως κατάλληλο («ο γιατρός μού συνέστησε αντιβιοτικά»)
3. (το θηλ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) η συνιστώσα
α) (μαθ.-φυσ.) δύναμη που έχει προέλθει από ανάλυση μιας άλλης δεδομένης δύναμης, τής συνισταμένης
β) συστατικό μέρος, συστατικό στοιχείο
γ) μτφ. παράγοντας
4. (το θηλ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.)
η συνισταμένη
α) (μαθ.-φυσ.) δύναμη που προκύπτει από τη σύνθεση δύο ή περισσότερων δυνάμεων
β) μτφ. το αποτέλεσμα τής σύνθεσης πολλών ενεργειών («η βελτίωση τής οικονομικής κατάστασης θα είναι συνισταμένη πολλών προσπαθειών»)
5. φρ. «συνισταμένη διανυσμάτων»
μαθ. διάνυσμα που προκύπτει απο τη σύνθεση δύο ή περισσότερων διανυσμάτων
6. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συστημένος, -η, -ο
αυτός που αποστέλλεται επί συστάσει και παραδίδεται στον παραλήπτη αυτοπροσώπως (α. «συστημένο δέμα» β. «συστημένη επιστολή»)
μσν.-αρχ.
1. συνάπτω, συνδυάζω («τον τὰς χορδὰς ἀλλήλαις ξυνιστάντα», Πλάτ.)
2. συνδέω, ενώνω («συνίστασαν καὶ τὰς μεγίστας πόλεις πρὸς ἀλλήλας», Ξεν.)
3. τοποθετώ μαζί, συνενώνω ώστε να συναποτελεστεί σύνολο («οἱ ξυνιστάντες τὴν ὀλιγαρχίαν», Θουκ.)
4. θέτω κάποιον υπό την επίβλεψη ή τη φροντίδα κάποιου («συνέστησεν ὁ ἀρχιδεσμώτης τῷ Ἰωσὴφ αὐτούς», ΠΔ)
αρχ.
1. γίνομαι κάτοχος («ἐγώ φημι Μελάμποδα μαντικὴν ἑαυτῷ συστῆσαι», Ηρόδ.)
2. αποκτώ («ἑξαπέλεκυν αὑτοῑς ἡγεμόνα συστήσαντες», Πολ.)
3. μηχανεύομαι («ἡκω σπουδῇ ὡς συστήσων ἐπὶ τῷ μάγῳ θάνατον», Ηρόδ.)
4. (για συγγραφέα) συνθέτω («δεῑ δὲ τοὺς μύθους συνιστάναι», Αριστοτ.)
5. ορίζω, καθορίζω («συνέστησεν αὐτὸν καθάπερ συνέταξε Κύριος τῷ Μωϋσεῑ», ΠΔ)
6. διορίζω κάποιον ως αντιπρόσωπο («συνίστημι ἀντ' ἐμαυτῆς», πάπ.)
7. (για οφειλέτη) παρουσιάζω εγγυητή («Πασίων' αὐτῷ συνέστησα», Ισοκρ.)
8. δανείζω («ἅς παρὰ Ἱέρωνος συνεστήσαμεν δραχμάς», πάπ.)
9. στερεοποιώ κάτι («συνίστημι τὸ σῶμα», Ιπποκρ.)
10. συμπυκνώνω
11. (σχετικά με το πρόσωπο) συσπώ
12. δείχνω, εκδηλώνω
13. δοκιμάζω, εξετάζω
14. (το μέσ.) α) συνδέομαι με φιλικές ή συμμαχικές σχέσεις («καὶ εἰ ξυστῶσιν αἱ πόλεις φοβηθεῑσαι», Θουκ.)
β) συνάπτω συμμαχία, συμφωνώ να συμπράξω («τὸ ἄλλο Ἑλληνικὸν ὁρῶν ξυνιστάμενον πρὸς ἑκατέρους», Θουκ.)
γ) γίνομαι, συμβαίνω («τὸ συνιστάμενον κακόν», Θεόφρ.)
δ) εξακολουθώ να κρατώ («τοῡτο δὲ συνεστήκεε μέχρι οὗ οἱ σὺν Ἐπιάλτη παρεγένοντο», Ηρόδ.)
15. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ συνιστάμενον
η συνωμοσία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνιστώ — και συσταίνω και συστήνω σύστησα, συστήθηκα, συστημένος 1. συγκροτώ: Συνιστώ σωματείο. 2. παρουσιάζω κάποιον σε άλλον, τον γνωρίζω σε κάποιον: Με σύστησε στη γυναίκα του. 3. συμβουλεύω: Σου συνιστώ να αποφύγεις αυτή την ενέργεια. – Δε σου συνιστώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνιστώ — συνιστώ, συνέστησα βλ. πίν. 158 Σημειώσεις: συνιστώ, συνίσταμαι – συνιστώ, συνιστώμαι : το πρώτο ρ. σημαίνει → συγκροτώ, σχηματίζω ή αποτελώ. Στην παθητική φωνή (συνίσταμαι) σημαίνει → αποτελούμαι ή έχω ορισμένες ιδιότητες, ορισμένο περιεχόμενο.… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συνιστῶ — συνίστημι BJ Prooem. pres subj act 1st sg (attic epic doric) συνιστάω BJ Prooem. pres imperat mp 2nd sg συνιστάω BJ Prooem. pres subj act 1st sg (attic epic ionic) συνιστάω BJ Prooem. pres ind act 1st sg (attic epic ionic) συνιστάω BJ Prooem.… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …   Dictionary of Greek

  • προσπαρεγγυώ — άω, Α συνιστώ σε κάποιον κάτι ή τόν παρακινώ να κάνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + παρεγγυῶ «συνιστώ, παραγγέλλω, παραινώ»] …   Dictionary of Greek

  • συνίσταμαι — συνίσταμαι, συστάθηκα βλ. πίν. 133 Σημειώσεις: συνιστώ, συνίσταμαι – συνιστώ, συνιστώμαι : το πρώτο ρ. σημαίνει → συγκροτώ, σχηματίζω ή αποτελώ. Στην παθητική φωνή (συνίσταμαι) σημαίνει → αποτελούμαι ή έχω ορισμένες ιδιότητες, ορισμένο… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συνιστώμαι — βλ. πίν. 61 (μόνο στον ενεστ.) Σημειώσεις: συνιστώ, συνίσταμαι – συνιστώ, συνιστώμαι : το πρώτο ρ. σημαίνει → συγκροτώ, σχηματίζω ή αποτελώ. Στην παθητική φωνή (συνίσταμαι) σημαίνει → αποτελούμαι ή έχω ορισμένες ιδιότητες, ορισμένο περιεχόμενο.… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”